Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐϑύετο καὶ ὡλοκαύτει

См. также в других словарях:

  • ολοκαυτώ — (I) ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, έω (Α) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.). (II) ὁλοκαυτῶ, όω (ΑΜ) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»