-
1 ὁλο-καυτέω
ὁλο-καυτέω, ein Brandopfer darbringen, das Opfer ganz verbrennen; ϑύεσϑαι καὶ ὁλ., Xen. An. 7, 8, 4; ib. 5 ἐϑύετο καὶ ὡλοκαύτει.
См. также в других словарях:
ολοκαυτώ — (I) ὁλοκαυτῶ και ὁλοκαυστῶ, έω (Α) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα («ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ», Ξεν.). (II) ὁλοκαυτῶ, όω (ΑΜ) [ολόκαυτος] προσφέρω έμπυρη θυσία από ολομελή θύματα … Dictionary of Greek